Η πατριαρχία δεν είναι ξεκάθαρα ένα ξεπερασμένο κατάλοιπο του παρελθόντος, αλλά ένα δυναμικό σύστημα αξιών, θεσμών και συμβολικών πρακτικών που διαμορφώνει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία, τις σχέσεις και τον ίδιο τον εαυτό μας. Παρά τις κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος, εξακολουθεί να λειτουργεί τόσο φανερά όσο και υπόγεια, επηρεάζοντας την ψυχολογία και την κοινωνική ισότητα. Ακόμα και οι ίδιες οι γυναίκες λειτουργούν κακοποιητικά προς το φύλο τους. Θα το δείτε ακόμα και στα σχόλια κάτω από μια ανάρτηση για μια σεξουαλική παρενόχληση που δέχτηκε μια γυναίκα, για παράδειγμα, σχόλια όπως «τα ήθελε κι αυτή» ή «πού πήγε;», ή το κλασικό «τι φορούσε;».
Πολύ συχνά τα μέσα ενημέρωσης και οι δημόσιες συζητήσεις ενισχύουν σχεδόν απροκάλυπτα αυτή την κουλτούρα, που εντέλει συντηρεί τα πατριαρχικά στερεότυπα. Πόσο έχουμε εμποτιστεί με την πατριαρχία, που μας φαίνεται πιο λογικό να δικαιολογήσουμε τον κακοποιητή, τον θύτη, αυτόν που επέλεξε να εισβάλει σε ένα σώμα και μια ψυχή χωρίς τη θέληση της γυναίκας, και να κατακρίνουμε το θύμα για τις στυλιστικές του προτιμήσεις, για τα ρούχα που φορούσε στο αποτρόπαιο αυτό γεγονός.
Στην ελληνική κοινωνία και κουλτούρα, η πατριαρχία είναι βαθιά εσωτερικευμένη, ριζωμένη. Το βλέπουμε ακόμα και σε κάποιες ελληνικές ταινίες, όπου αν η πρωταγωνίστρια έτρωγε χαστούκι, ένιωθε ενθουσιασμένη γιατί «κατάλαβε ότι την αγαπά».
Η Judith Butler μας υπενθυμίζει ότι το φύλο δεν είναι στατικό, αλλά μια κοινωνική απόδοση, ένα «παιχνίδι ρόλων» που ενισχύεται από τις πατριαρχικές δομές.
Περισσότεροι από το 30% των ανθρώπων θεωρούν πως ζουν σε πατριαρχική κοινωνία, ενώ σχεδόν το 80% αναγνωρίζει ότι οι γυναίκες υφίστανται διακρίσεις σε σύγκριση με τους άνδρες, εκτός βέβαια από κάποιους που θεωρούν ότι αυτές οι στατιστικές δεν είναι αληθινές.
Τα έμφυλα στερεότυπα και η οικιακή κανονικοποίηση της βίας είναι αποτελέσματα συλλογικών αξιών για το «πρέπει» μιας γυναίκας, όπως και ιστορικών παραδόσεων και εθίμων. Αποτελούν κρίσιμους παράγοντες στη διατήρηση της έμφυλης βίας και της άνισης εξουσίας μέσα στις σχέσεις. Όπως για παράδειγμα η έκθεση του σεντονιού από την πρώτη νύχτα του γάμου, ώστε να δει όλο το χωριό ότι το κορίτσι διατηρούσε την παρθενία του. Και αν αυτό σας φαίνεται ότι ανήκει κάπου πολύ μακριά στο παρελθόν, θα σας πω με σιγουριά ότι συνεχίζουν να υπάρχουν αυτά τα πρότυπα – αρχετυπικά μοτίβα, προσαρμοσμένα όμως διαφορετικά, ντυμένα με τα ρούχα του σήμερα.
Εδώ θέλω να προσθέσω ένα αγαπημένο κομμάτι από τον Jung:
«Υπάρχουν τόσα αρχέτυπα όσα και τυπικές καταστάσεις στη ζωή. Αμέτρητες φορές, μέσα στους αιώνες, οι εμπειρίες αυτές έχουν χαράξει μορφές στο ψυχικό μας σύνταγμα… Αυτές οι τυπικές μορφές, γεμάτες νόημα, δεν είναι κληρονομημένες εικόνες αλλά δυνατότητες αναπαράστασης.»
(C.G. Jung, The Archetypes and the Collective Unconscious, CW 9i, §99)
Ο Jung πράγματι τόνιζε ότι τα αρχέτυπα έχουν εξελικτική βάση. Τα έβλεπε σαν «πρωτότυπα» ψυχικά μοτίβα που έχουν χαραχθεί μέσα από την ατέλειωτη επανάληψη εμπειριών κατά την ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι, δηλαδή, η ψυχική αντανάκλαση του εξελικτικού μας παρελθόντος, όμως μέσα από τις δυνατότητες αναπαράστασης.
Η πατριαρχία ριζώνει στον φόβο απέναντι στη διαφορετικότητα και στην κοινωνική και προσωπική αγωνία προς την απώλεια του ελέγχου. Το μόνο όμως που δημιουργούν αυτές οι καταστάσεις είναι να χωρίζουν τους ανθρώπους σε φύλα και κάστες· με λίγα λόγια, χωριζόμαστε από μόνοι μας σε κοινωνικές ομάδες. Και φυσικά, μέσα από την αγωνία να μη χάσουμε τον έλεγχο, αφήνουμε τους άλλους να μας ελέγχουν, είτε μέσα από νόμους με πατριαρχικά πρότυπα, είτε με αόρατους νόμους που δρουν πίσω από τα παρασκήνια.
Ιστορικά, δημιουργήθηκε για να διατηρεί την εξουσία στα χέρια ενός φύλου, χτίζοντας ιεραρχίες που εξυπηρετούσαν την κοινωνική και οικονομική σταθερότητα. Όμως σήμερα, οι ίδιες δομές αποτελούν εμπόδιο στην ψυχική ανάπτυξη, στην ισότητα και στη δημιουργία υγιών σχέσεων.
Η πατριαρχία διαμορφώνει εσωτερικούς μηχανισμούς, άμυνες και πεποιθήσεις που επιβαρύνουν την ψυχική υγεία και εντέλει στερούν την ουσιαστική σύνδεση. Μιλάμε εύκολα για αγάπη, αλλά δεν βλέπουμε ότι με το που μπαίνουμε σε μια σχέση, πολεμάμε να ακυρώσουμε τον άλλον.
Όπως σημειώνει η φιλόσοφος bell hooks:
«Η φεμινιστική θεωρία είναι για όλους· γιατί η πατριαρχία μάς στερεί από την ικανότητα να αγαπάμε ελεύθερα, να ζούμε πλήρως και να σχετιζόμαστε ισότιμα.»
Αξίζει να στοχαστούμε, αλλά και να δούμε μέσα μας και γύρω μας, αυτό που έγραψε η ψυχολόγος Jean Baker Miller:
«Η ψυχική υγεία των γυναικών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς η κοινωνία τους επιτρέπει να σχετίζονται ελεύθερα. Σε μια πατριαρχική κοινωνία, η σχέση μετατρέπεται σε πεδίο εξουσίας.»
Οι γυναίκες συχνά εσωτερικεύουν την υποτίμηση και μαθαίνουν να μειώνουν τις φιλοδοξίες τους, ακόμα και τις ανάγκες τους. Συχνά περνούν στο αντίθετο στρατόπεδο της πατριαρχίας ασυνείδητα, ώστε να νιώσουν δυνατές και όχι διαχειρίσιμες από αυτήν. Οι άνδρες, αντίστοιχα, καταπιέζουν την ευαλωτότητα και υιοθετούν πρότυπα «σκληρής αρρενωπότητας», οδηγώντας σε συναισθηματική αποξένωση, παγωμένα συναισθήματα, κακοποιητικές συμπεριφορές και αυξημένο ψυχικό φορτίο στον δικό τους ψυχισμό. Το φαινόμενο του ambivalent sexism —όπου συνυπάρχουν η εχθρική και η «ευγενική» μορφή σεξισμού— δείχνει πώς η ανισότητα συντηρείται ακόμη και μέσα από δήθεν «προστατευτικές» συμπεριφορές.
Η αντίσταση στην πατριαρχία δεν είναι μόνο κοινωνικό κίνημα αλλά και ψυχολογική διαδικασία απελευθέρωσης. Κάτω από την πατριαρχία βρίσκεται η υπερκατανάλωση, οι ρόλοι που σκλαβώνουν, η απώλεια της δημιουργίας της προσωπικής ιστορίας, ο ακρωτηριασμός φύλων και σωμάτων, ο εξορισμός μοναδικών ανθρώπων που δεν μπορούν να ενταχθούν στην κουλτούρα της.
Η Nancy Chodorow, ψυχαναλύτρια και κοινωνιολόγος, υποστήριξε ότι η πατριαρχία αναπαράγεται μέσα από τις οικογενειακές δομές και την ανατροφή, και η αλλαγή μπορεί να ξεκινήσει από νέους τρόπους διαπαιδαγώγησης.
Ψυχολογικά, η αντίσταση περιλαμβάνει την αναγνώριση της εσωτερικευμένης μισογυνίας και την αποδόμηση των ρόλων. Αυτό συμβαδίζει με τη θεωρία του Jung περί «Σκιάς»: η πατριαρχία μπορεί να ιδωθεί ως συλλογική σκιά, που χρειάζεται επίγνωση, αποδοχή και υπέρβαση